[02/1/2022]
Μνήμη Νικήτα Παρίση
του Δημήτρη Δασκαλόπουλου
Το έτος 2008 το όχι πολύ ευρύτερα γνωστό περιοδικό Πανδώρα, τχ. 23, είχε αφιερώσει ορισμένες σελίδες του στον Νικήτα Παρίση. Δέχτηκα με χαρά να συμμετάσχω στο αφιέρωμα και προσπάθησα να σκιαγραφήσω ένα πορτρέτο του τιμώμενου, το οποίο άρχιζε ως εξής: «Όσο κι αν πιέζω τη μνήμη μου, δεν μπορώ να εντοπίσω τον χρόνο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γνωρίστηκα με τον Νικήτα Παρίση. Τον θεωρώ περίπου δεδομένο και παρόντα σε όλες τις δεκαετίες που έχω διανύσει μέχρι σήμερα, όπως ακριβώς πιστεύεις πως τα δέντρα που βρίσκονται έξω από το παράθυρό σου υπήρχαν εκεί ανέκαθεν, χωρίς να αναρωτιέσαι πότε και ποιος τα φύτεψε. Τούτη η τυχαία και αιφνίδια παρομοίωση με τα δέντρα ταιριάζει πολύ, νομίζω, στη φιλική σχέση μου με τον Νικήτα· δηλώνει εμμέσως τις βαθιές ρίζες που συνδέουν τον ίδιον με το υπέδαφος της ελληνικής παιδείας, αρχαίας και νεοελληνικής». Σήμερα μπορώ να προσδιορίσω την εποχή της γνωριμίας μας -περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες. Γεγονός είναι πως από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις μας αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια ανοιχτή, εγκάρδια και ανυστερόβουλη φιλία, χωρίς επιφυλάξεις ή σκιές. Πορευτήκαμε επί χρόνια σχολιάζοντας κατ’ ιδίαν συγγραφείς και κείμενα, κυρίως της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Συνυπήρξαμε σε χαλαρές θερινές ώρες και σε πάμπολλα προσυμφωνημένα δείπνα, τα οποία ο ίδιος αποκαλούσε «πολιτιστικές εκδηλώσεις», επειδή κατά κανόνα λάμβαναν χώρα μετά από παρουσιάσεις βιβλίων ή μετά από θεατρικές παραστάσεις Ταξιδέψαμε μαζί σε επαρχιακές πόλεις μιλώντας για βιβλία –δικά μας και άλλων. Είχαμε και μια τελικώς απραγματοποίητη ιδέα: να βρεθούμε μαζί για ορισμένες μέρες στην Ικαρία, τόπο καταγωγής της συζύγου του, ιδέα που κατέστη ανέφικτη, λόγω του αδόκητου θανάτου του στο νησί εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι.
Η πολύχρονη συναναστροφή μαζί του άφηνε να καταφανούν όλα τα θετικά του χαρακτήρα του. Θα περιοριστώ να αναφέρω τρία απ’ αυτά, άλλοτε έκδηλα και άλλοτε επιμελώς κρυμμένα. Το πρώτο έχει να κάνει με την αρχαιομάθειά του την οποία υπαινίχτηκα ήδη. Καταλεγόταν στους ελάχιστους σημερινούς που κατείχαν τόσο καλά τα αρχαία μας κείμενα· αποτελούσε αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για κάθε απορία γραμματικής ή συντακτικής δομής του αρχαιοελληνικού λόγου. Εμείς οι υπόλοιποι μάθαμε ό,τι μάθαμε στα σχολικά θρανία και προσπαθήσαμε ιδιωτικώς, στην καλύτερη περίπτωση, να έρθουμε σε επαφή με τον Όμηρο, τους ιστορικούς, τους τραγικούς ή τους λυρικούς ποιητές, αποτινάζοντας από πάνω μας τη σχολαστικότητα της γυμνασιακής παιδείας, που περιόριζε την επαφή μας με τα κείμενα αυτά στην πάγια αναζήτηση του υποκειμένου, του πλαγίου λόγου ή των ανωμάλων ρημάτων. Ένα δεύτερο θετικό του χαρακτήρα του ήταν η αναγνωστική λαιμαργία που τον διέκρινε. Θα τολμούσα να πω πως δεν υπήρχε καινούρια έκδοση ποιητικής συλλογής, μυθιστορήματος, δοκιμίου, κοινωνιολογικής, ιστορικής ή εκπαιδευτικής μελέτης, γύρω από την οποία να μην ήταν ενημερωμένος και να μην την είχε ήδη διεξέλθει, διατυπώνοντας εγκαίρως – κάποτε και πριν ακόμη ασχοληθεί με το βιβλίο αυτό η «επίσημη» κριτική - την κρίση του και τις πάντα εύστοχες απόψεις του. Σε μιαν εποχή που η δυναστεία της εικόνας και του εύκολου εντυπωσιασμού περισσεύουν, ο Νικήτας εξακολουθούσε να αφιερώνει τις ελεύθερες ώρες του στην αναγνωστική απόλαυση, γεγονός που δεν απέφερε μόνον στον ίδιον και στους φίλους του θέματα για κατ’ ιδίαν συζητήσεις αλλά, πολύ συχνά, οδηγούσε σε γραπτά κείμενά του γύρω από το δεδομένο βιβλίο. Το τρίτο θετικό, κατ’ εμέ, του χαρακτήρα του ήταν το τελείως αφανές για τον πολύ κόσμο χιούμορ του. Από την άποψη αυτή, παραλληλίζω την περίπτωσή του με εκείνη του Ζήσιμου Λορεντζάτου, ο οποίος είχε κρατήσει πολύ μακριά από τα κείμενά του το πηγαίο, γνήσιο χιούμορ που τον διέκρινε στις ιδιωτικές συναναστροφές του. Έτσι και ο Νικήτας, προφυλαγμένος πίσω από την πανοπλία της σοβαρής και κάπως απόμακρης εμφάνισής του, ξετύλιγε την ευτράπελη φλέβα του, καλοπροαίρετη πάντα, μόνον στις παρέες των στενών φίλων του. Ο φαινομενικά απρόσιτος Νικήτας Παρίσης, με το κουστούμι, τη γραβάτα και την αργή εκφορά του λόγου του, δεν δίσταζε, χωρίς συμπλέγματα και αναστολές, να σατιρίσει τον εαυτό του, κι ακόμα να μιλήσει για τον φιλομαθή πατέρα του και για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η οικογένεια· για τα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, για τις ποικίλες αντιξοότητες που αντιμετώπισε ο ίδιος στην υπηρεσιακή του καριέρα· δηλαδή για όλα εκείνα τα πράγματα που μας προετοιμάζουν και μας διαμορφώνουν προκειμένου να ολοκληρωθούμε στη ζωή, πράγματα που συνήθως αποφεύγουν να μνημονεύσουν όσοι διαγράφουν υπεροπτικά το παρελθόν τους και ισχυρίζονται πως είχαν ευμάρεια από γεννησιμιού τους. Αυτό το βαθύ βίωμα των δύσκολων χρόνων στην πατρική οικογένεια είχε, πιθανότατα, θέσει σε λειτουργία στην κατοπινή ζωή του την αντίθετη ροπή: επιδίωκε κατά κανόνα και με κάθε ευκαιρία ορισμένες ενδείξεις ευζωίας – τα διακεκριμένα εστιατόρια, τα καλά ξενοδοχεία, τα ακριβά ρούχα. Χωρίς καμιά διάθεση επίδειξης ή νεοπλουτισμού, του άρεσε να «εκδικείται» με τον τρόπο αυτόν τα παλιά πέτρινα χρόνια.
Και ακριβώς αυτά τα βαθιά, περίπου τραυματικά βιώματα τροφοδότησαν αργότερα και την πεζογραφία του. Ό,τι έγραψε για σχολική χρήση (και ήταν πολλά και σημαντικά βιβλία-βοηθήματα) γνωρίζω πως είχαν μεγάλη απήχηση σε συναδέλφους του και μαθητές, όπως και οι συναγωγές των φιλολογικών δοκιμίων του. Με ιδιαίτερη ζέση είχε στραφεί κατά τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την απομάκρυνσή του από τη Μέση Εκπαίδευση, στην προσωπική δημιουργική γραφή. Σε χρονικό διάστημα έξι χρόνων δημοσίευσε δύο συλλογές διηγημάτων:Τα κόκκινα στραγάλια (2008), Θα είναι νύχτα και Αύγουστος (2010) και το μυθιστόρημα Όλα τα τρώει η σκουριά (2014), αναδεικνύοντας καίριες στιγμές της μεταπολεμικής και εμφυλιακής Ελλάδας. Παράλληλα με τα πεζά του, είχε συνθέσει και ορισμένα ποιήματα, που κακοτύχησαν ιδιαιτέρως. Είχαν παραδοθεί στις αλήστου μνήμης Εκδόσεις Γαβριηλίδης με την προοπτική της εν καιρώ έκδοσης. Μετά τον θάνατο του Σάμη Γαβριηλίδη και το οριστικό κλείσιμο των σχετικών εκδόσεων, αγνοώ σε ποιο σημείο βρίσκονται (αν βρίσκονται κάπου) τα παραδοθέντα ποιήματα και ποια μπορεί να είναι η μελλοντική τύχη τους.
Έχω την εντύπωση πως μιλώντας για τον άνθρωπο και τον επιστήμονα Νικήτα Παρίση ξεχνούμε συνήθως (και αυτό δεν ισχύει μόνον για την περίπτωσή του) πού στηρίχτηκε ο ίδιος, πού ακούμπησε σε όλα τα παραγωγικά χρόνια της ζωής του, σε ποιο πρόσωπο οφείλει μεγάλο μέρος της καριέρας του και των όποιων επιτυχιών του. Και το πρόσωπο αυτό δεν είναι άλλο από τη σύζυγό του Τίκα, που παρέμεινε φύλακας άγγελος σε όλη την επαγγελματική και πνευματική πορεία του Νικήτα.
Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος είναι ποιητής - βιβλιογράφος.