[02/1/2022]
Νικήτας Παρίσης
του Μάριου Μιχαηλίδη
Ο χρόνος, ο χρόνος, αέναος χτύπος ρυθμός μυθικός / Της αυγής σιγολάμνει το φως, και λάβαρα ανεμίζοντας στη φορά των ανέμων (…)
Γυρνώντας πίσω τον χρόνο και αναζητώντας τα χνάρια που με έφεραν κοντά στον μεγάλο φιλόλογο και δάσκαλο Νικήτα Παρίση, θυμάμαι τη χρονολογία που για εμένα στάθηκε ανάσα ζωής και νέο ξεκίνημα. Στα 1977, τρία χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου, για πολλούς από μας που τότε ζούσαμε εκεί, η Ελλάδα, ήταν λιμάνι απαντοχής, καταφύγιο ελπίδας και πολλών προσδοκιών. Με πολύ νωπές τις μνήμες από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου σπουδάσαμε και χαράξαμε τις πρώτες πνευματικές μας συντεταγμένες, οι περισσότεροι αναζητήσαμε στην Αθήνα τη σιγουριά της επαγγελματικής στέγης.
Ο χρόνος, με τις μαγικές του ιδιότητες, με οδήγησε στο ύψος του Αμαρουσίου, στο τότε περίφημο ιδιωτικό σχολείο της λεωφόρου Κηφισιάς. Εκεί συνάντησα τον μέχρι τότε άγνωστο σε μένα Νικήτα Παρίση, φιλόλογο και Γυμνασιάρχη. Με ακρίβεια για την ώρα της συνάντησής μας, άνοιξε η πόρτα του γραφείου του και με κάλεσε η γραμματέας του. Μπήκα και συγκρατημένος τον χαιρέτησα. Eκείνος, με υποδέχτηκε με μειλίχιο ύφος: «Ώστε από την Κύπρο, κύριε συνάδελφε…» μου είπε και με ενθάρρυνε να καθίσω. Με ρώτησε για την κατάσταση στο νησί και από τα λόγια του κατάλαβα ότι γνώριζε πολλά όχι μόνο για τις εξελίξεις, αλλά και για αρκετούς κύπριους λογοτέχνες, παλαιότερους και νεώτερους. Όλα αυτά με έκαναν να νιώσω άνετα. Μετά, η συζήτηση επικεντρώθηκε στο πρόσωπό μου. Του έδωσα την αίτησή μου, την κοίταξε και με ρώτησε τα τυπικά αυτών των συναντήσεων. Θυμάμαι την αλλαγή στο ύφος του, όταν απάντησα στην ερώτησή του, «με τι άλλο ασχολείσθε;». Είπα δυο λέξεις: «Φροντιστήριο…» και, κάπως δειλά, συμπλήρωσα: «ποίηση…». Το χαμόγελο στο πρόσωπό του με ενθάρρυνε. Είχα μαζί μου την πρώτη και εκτυπωτικά πρόχειρη συλλογή Αντίκρυ στην Ανατολή με ποιήματα της εφηβείας, κι ακόμη κάποια χειρόγραφα ποιήματα. Δειλά τού τα έδωσα, έριξε μια ματιά κι εγώ, αμήχανος, σηκώθηκα, ευχαριστώντας τον για την καλοσύνη του να με δεχτεί.
Οι μέρες περνούσαν και κανένα από τα σχολεία στα οποία κατέθεσα αίτηση για πρόσληψη δεν επικοινώνησε μαζί μου. Απογοητευμένος συνέχισα να εργάζομαι σε τρία φροντιστήρια. Μέχρι που το ποθητό τηλεφώνημα έγινε και μάλιστα από το σχολείο της λεωφόρου Κηφισιάς. Με πολλή αγωνία αλλά και με ελπίδες έφτασα με ταξί στο σχολείο, όπου η γραμματέας με ενημέρωσε ότι θα έβλεπα τον Γενικό Διευθυντή της Σχολής. Περίμενα, προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή μου. Η γραμματέας εμφανίστηκε ξανά και με οδήγησε σε ένα μεγάλο γραφείο. Προσπαθούσα να φανώ ήρεμος, μέχρι που εμφανίστηκε ένας νέος άνθρωπος, ψηλός και καλοβαλμένος. Χωρίς τις συνηθισμένες τυπικότητες, και με καλή διάθεση, «κάθισε» μου είπε. «Έκανες πολύ καλή εντύπωση στον Γυμνασιάρχη». Με ρώτησε κι αυτός για την Κύπρο, για μένα και για κάποια δευτερόλεπτα με κοίταγε σιωπηλός. Το χτυποκάρδι δεν είχε τελειωμό. Η φράση που ακολούθησε, «Προσλαμβάνεσθε, αγαπητέ μου», ακούστηκε σαν ηχοβολή που επαναλαμβανόταν. Εκείνος δείχνοντας κατανόηση για την αναστάτωσή μου, άλλαξε ύφος και με ελαφρύ χαμόγελο συμπλήρωσε: «Τη Δευτέρα να είσαι εδώ στις επτά και μισή. Τα συγχαρητήριά μου». Δεν το πίστευα. Ήθελα να πω πολλά, όμως συγκρατήθηκα.
Έτσι έγινε η απαρχή μιας πολύχρονης διδακτικής πορείας στην Ιδιωτική Εκπαίδευση στην Αθήνα και, προπάντων, η αρχή μιας γόνιμης γνωριμίας που με σημάδεψε ως φιλόλογο και ως συγγραφέα, και που, πολύ γρήγορα, μετατράπηκε σε δυνατή φιλία.
Η σχέση μου με τον Νικήτα Παρίση συνεχίστηκε και τίποτε δεν μπόρεσε να σταθεί εμπόδιο ανάμεσά μας. Η κοινή μας πορεία κράτησε για σαράντα ολόκληρα χρόνια, μέχρι το έτος της εκδημίας του, το 2016. Στο διάστημα αυτό υπήρξαν δίσεκτοι καιροί, που όμως κατορθώσαμε να τους υπερβούμε. Στην αρχή και για λίγο χρονικό διάστημα ο Νικήτας εργάστηκε σε ένα σχολείο στο Περιστέρι και στη συνέχεια στα Εκπαιδευτήρια όπου ήδη συνέχιζα τη δική μου πορεία στο Γενικό Λύκειο και στο ΙΒ (International Baccalaureate) ως καθηγητής της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Ο Νικήτας Παρίσης, στο σχολείο αυτό ανέλαβε την ευθύνη των γλωσσικών μαθημάτων.
Θεωρώ τον εαυτό πολύ τυχερό. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό για ό,τι έχω κατορθώσει στη ζωή μου, ως φιλόλογος και ως συγγραφέας, το οφείλω στον μεγάλο φίλο και δάσκαλό Νικήτα Παρίση. Η ευγνωμοσύνη μου γι’ αυτόν, θα κρατήσει για πάντα.
Για τον δάσκαλο Παρίση, η καλά προετοιμασμένη και μεθοδική διδασκαλία, μακριά από κάθε μεθοδολατρία που είναι γέννημα σχολαστικισμού, ήταν μια από τις μεγάλες του έγνοιες. Με επιμονή και υπομονή κατόρθωνε και μετέδιδε αυτή την αρχή σε καθηγητές και σε δασκάλους. Πολλοί νεώτεροι συνάδελφοι, με περηφάνια ομολογούν ότι την τέχνη της διδασκαλίας την έμαθαν κοντά του. Η εμμονή του για τα σχέδια μαθημάτων, κι ακόμη, για τις αλληλο-επισκέψεις σε ώρες διδασκαλίας φιλολογικών μαθημάτων, οι επακόλουθες γόνιμες συζητήσεις, όλα αυτά, δημιουργούσαν ένα κλίμα συναδέλφωσης και πραγμάτωσης κοινών στόχων, προς όφελος των ίδιων των εκπαιδευτικών, των μαθητών και της παιδείας γενικότερα.
Θυμάμαι την εντύπωση που προκαλούσε ο δάσκαλος Παρίσης, όταν ο ίδιος παρουσίαζε σε τάξεις δειγματικές διδασκαλίες. Οι εκπαιδευτικοί, κυριολεκτικά κρέμονταν από τα χείλη του. Ένιωθαν πως αυτό που βίωναν ήταν μια συναίρεση τέχνης και επιστήμης. Αυτό δεν συνέβαινε μόνο στα σχολεία όπου μαζί εργαστήκαμε. Συνέβαινε και σε σχολεία εκτός Ελλάδας. Το παρατήρησα όχι μόνον εγώ αλλά και όλοι οι φιλόλογοι που ταξιδέψαμε μαζί του -με πρωτοβουλία του πάλαι ποτέ μεγάλου σχολείου της λεωφόρου Κηφισιάς, στο ύψος του Αμαρουσίου- σε μεγάλο σχολείο του Βερολίνου όπου διδασκόταν η ελληνική γλώσσα. Το ίδιο συνέβη και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, όπως και σε σχολεία της Λευκωσίας.
Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από ομιλία του που αναφέρεται στη διδασκαλία της νεωτερικής ποίησης: «Ίσως ίσως θα πρέπει να σας πω ότι με συνέχει και ένας κάποιος δισταγμός. Εννοώ τον δισταγμό που κυριεύει κάθε άνθρωπο, όταν πρόκειται να μιλήσει για θέματα, που ακόμα και ο πληθωρικός και στέρεος φιλολογικός οπλισμός, αισθάνεται την ανάγκη να βαδίζει ανιχνευτικά, με υπολογισμένο και κάπως δυσκίνητο βηματισμό. Εγώ, βέβαια, δε θα μιλήσω με τη γλώσσα της φιλολογικής έρευνας. Δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου. Θα μιλήσω, βλέποντας τα πράγματα με την όραση του δασκάλου, που μέσα στη γοητεία και την αγωνία της διδακτικής πράξης, γυμνάζει και γυμνάζεται. Από αυτή, λοιπόν, τη γύμναση, πάνω στην κόψη της διδασκαλίας, απορρέει ο δικός μου λόγος».
Αλήθεια, πώς γίνεται, ακόμη και ο πρωτόπειρος φιλόλογος, να μην καθηλωθεί, ακούγοντας αυτή την ομολογία, και να αφεθεί στον κυματισμό αυτής της γλώσσας! Ασφαλώς, είναι ευτύχημα το γεγονός ότι τα βιβλία του Νικήτα Παρίση υπάρχουν και, καθώς περνούν τα χρόνια, αποδεικνύονται αληθινός θησαυρός για όσους ανατρέχουν σε αυτά. Θα τολμούσα, μάλιστα, να προτείνω την επανέκδοσή τους, με την πρωτοβουλία και την ευθύνη του Υπουργείου Παιδείας και τη διανομή τους στα Λύκεια της χώρας.
Συνεχίζοντας την αναφορά στην προσωπική μας σχέση, θεωρώ απαραίτητο να αναφέρω ότι η στήριξη του Νικήτα Παρίση στο λογοτεχνικό μου έργο υπήρξε καθοριστική. Το έτος 1987, μετά από πολλές ανασφάλειες και αναβολές, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Η πρώτη «επίσημη» παρουσία μου στην ποίηση ήταν έτοιμη για να εκδοθεί. Ο Νικήτας διάβασε ξανά και ξανά τη συλλογή που από χρόνια είχα ετοιμάσει και δεν έπαψε να με ενθαρρύνει. Μέχρι που το αποφάσισα. Η παρουσία στο σχολείο της λεωφόρου Κηφισιάς, του τότε συναδέλφου και υπεύθυνου των εκδόσεων «Δόμος» Δημήτρη Μαυρόπουλου, ήταν μια ευτυχής συγκυρία. Ο Νικήτας, μάλιστα, ήταν εκείνος που πρότεινε τον τίτλο στη συλλογή. Το βιβλίο Τα Ανεξίτηλα εκδόθηκε το 1987. Η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη.
Μετά από χρόνια εκδοτικής σιωπής, είχα έτοιμη τη συλλογή Σαν άλλοθι οι λέξεις. Το κρατικό Βραβείο Κύπρου επιβεβαίωσε τις κρίσεις του μεγάλου δασκάλου. Μετά ακολούθησε το μυθιστόρημα Ο Οστεοφύλαξ. Ο Νικήτας ήταν εκείνος που κατόρθωσε να αποβάλει τους ενδοιασμούς του εκδότη. Η υποδοχή του βιβλίου και οι πολλές κριτικές που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες επιβεβαίωσε πλήρως τις πρώιμες όσο και πολύ εύστοχες κρίσεις του Παρίση. Κορυφαία επιβεβαίωση υπήρξε η απονομή του κρατικού βραβείου Κύπρου. Μετά, ακολούθησε το μυθιστόρημα Τα κρόταλα του χρόνου και κατόπιν το βραβευμένο, πάλι από την Κύπρο, μυθιστόρημα Ο Ανακριτής (2012), αυτή τη φορά σε άλλο εκδοτικό οίκο, που είδε με καθαρή λογοτεχνική ματιά το έργο αυτό. Ο ενθουσιασμός του Νικήτα ήταν μεγάλος. Αδιάψευστη μαρτυρία, όχι μόνον η δική του κριτική, αλλά και αρκετές άλλες, που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.
Όμως, το έργο που βαθιά τον συγκίνησε και επέμεινε στην έκδοσή του ήταν το μυθιστόρημα Ανατολικά της Αττάλειας, βόρεια της Λευκωσίας. Η κολακευτική του κρίση ότι είναι από κάθε άποψη – δομή, γλώσσα, κ.τ.λ - άρτιο φάνηκε από την πορεία του. Το βιβλίο μεταφράστηκε σε δύο γλώσσες, στα τουρκικά και στα γερμανικά.
Τα επόμενα δύο βιβλία μου, το μυθιστόρημα Η Απειλή και η ποιητική συλλογή Τα κρόταλα του χρόνου, πέρασαν πρώτα από τη δική του κρίση, προτού εκδοθούν. Αυτή την «εξάρτηση» την καταλάβαιναν οι φίλοι και ομότεχνοι. Μάλιστα ορισμένοι μού ζητούσαν να μεσολαβήσω προκειμένου να διαβάσει έργα τους και να διατυπώσει τη γνώμη του ο μεγάλος δάσκαλος. Φυσικά, δεν αποτόλμησα να του ζητήσω κάτι τέτοιο. Όμως, ο Νικήτας, γνωρίζω ότι συμβούλευε αρκετούς πριν προχωρήσουν στην εκδοτική διαδικασία.
Μάλιστα, κάποιους από αυτούς, τους καλούσε στην καθιερωμένη συνάντηση του Σαββάτου, που γινόταν σε ένα στέκι της οδού Βαλαωρίτου, στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί, στα μόνιμα μέλη της συντροφιάς ήταν οι εκλεκτοί φίλοι και συγγραφείς, Μαρία Στασινοπούλου και Δημήτρης Δασκαλόπουλος, καθώς επίσης η φιλόλογος Νατάσα Μερκούρη και ο λογοτέχνης-νομικός Γιάννης Καραχάλιος. Ξεχωριστές ήταν και οι παρουσίες των φιλολόγων-συγγραφέων Τάσου Μαδαμόπουλου και Δημήτρη Χριστόπουλου. Αυτές οι φιλικές συνάξεις, συχνά έπαιρναν το στίγμα σοβαρών συζητήσεων με πρωτοστάτες τον Νικήτα Παρίση και τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, με τη συνέργεια, βεβαίως, υμών των παροικούντων που θέταμε σωρηδόν «αθώες» ερωτήσεις!
Το 2016 ήταν η μοιραία χρονιά για τον ίδιο, την οικογένειά του, την πολύτιμη σύζυγό του Τίκα Παρίση, για τα άξια παιδιά του, τον Γιάννη και την Λουκία, καθώς και για την οικογένεια των φίλων του. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, είχαμε συμφωνήσει να περάσουμε μαζί μέρος των καλοκαιρινών διακοπών στο Καραβόσταμο της Ικαρίας. Μάλιστα, επικοινωνούσαμε καθημερινά, όπως άλλωστε συνέβαινε τα τελευταία χρόνια. Τα τελευταία του λόγια στο τηλέφωνο ήταν: «Μην αργείς. Εδώ άρχισε το κρύο». Την επόμενη μέρα, το τηλεφώνημα από την Γιάννη Παρίση, μου έφερε την τραγική είδηση.
Ωστόσο, ο Νικήτας Παρίσης ο φίλος και δάσκαλος, ο Νικήτας του μοναδικού λόγου, ο Νικήτας των θαυμαστών έργων θα μένει ζωντανός και ακμαίος σε όλους εμάς που τον αγαπήσαμε και μαζί του πορευτήκαμε και ακόμη πολλοί από εμάς πορευόμαστε στις δύσκολες, αλλά μαγικές ατραπούς της παιδείας και του έντεχνου λόγου.
Κλείνω αυτή τη σύντομη αναφορά με ένα ποίημα από τη συλλογή Τέφρα Ονείρων (2016) αφιερωμένο στον Νικήτα Παρίση.
Στον Νικήτα Π.
ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ προσπέρασαν
Με στυλωμένο αυχένα και λοξή ματιά
Φευγάτες οι ώρες τους
Σαν τα πουλιά του μεσαυγούστου
Και τα εκμαγεία τους
Που μας άφησαν έκθαμβους
Το ίδιο κι αυτά φευγάτα
Τώρα χωρίς ίχνη και αποτυπώματα
Μόνοι συλλαβίζουμε το πέρασμά τους
Το είδες, το άκουσες;
Ρωτάς πάλι και πάλι πώς μας
Προσπέρασε ο καιρός χωρίς
Να διαταράξει τη σκιά των πουλιών
Που σφηνώθηκαν στη μνήμη.
Έρημος τώρα βαδίζεις
Κι ανιχνεύεις μυστικά μες στις ολονυχτίες της Σκιάθου,
Ακρογιάλια και βουνοπλαγιές περιδιαβάζοντας
Συντροφιά με τις ελεγείες του κυρ Αλέξανδρου.
Ο Μάριος Μιχαηλίδης είναι φιλόλογος και συγγραφέας.