[02/01/2022]
Ο Νικήτας Παρίσης και η συσχέτιση του Σεφέρη με τον Καβάφη
Μέρος Α΄
του Αλέξανδρου Σ. Ζήρα
Τέλη Μαΐου του 2013. Θερμό προχωρημένο απόγευμα με τον ήλιο ακόμα να κρατάει. Είχαμε από την προηγούμενη συμφωνήσει με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, τη Μαρία Στασινοπούλου, τη ζωγράφο Κλεοπάτρα Δίγκα και ένα-δυο ακόμα, να βρεθούμε με τον Νικήτα Παρίση και τη γυναίκα του. Η Κλεοπάτρα είχε μόλις βγάλει τα διηγήματά της Θέση 44. Παράθυρο στον Γαβριηλίδη. Σημείο της συνάντησής μας η ετήσια Έκθεση Βιβλίου που τη χρονιά εκείνη γινόταν από τον Σύλλογο Εκδοτών Αθήνας στο Πεδίον του Άρεως, καθώς ο Παρίσης, προσπαθώντας να ταιριάξει τα πάντα -όπως προσπαθούσε σ΄ όλη του τη ζωή άλλωστε, έχοντας άγχος για τον χρόνο- υπολόγιζε ότι εκείνη περίπου την ώρα θα τελείωνε μια ομιλία του. Άκουγα από το σημείο όπου στεκόμουν, κοντά στον αδριάντα του στρατηλάτη Κωνσταντίνου, έξω από ένα από αυτά τα πρόχειρα στημένα πάνινα περίπτερα των εκθέσεων, τη διαυγή και προσεκτικά ζυγισμένη φωνή του με την εξαιρετικά ακριβή άρθρωση, δοκιμασμένη επί δεκαετίες στις σχολικές τάξεις. Σκεπτόμουν, όταν αποφάσισα να περάσω μέσα και να καθίσω σε μιαν άκρη της υποθετικής, ημιϋπαίθριας αίθουσας, πίσω από καμιά εικοσάδα ακροατών με διαφορετικές ηλικίες, που όμως φαίνονταν να παρακολουθούν τον ομιλητή με αρκετή προσοχή, ότι αυτό που έκανε τον Παρίση να είναι ευπρόσιτος και μεταδοτικός, ήταν πρώτ’ απ’ όλα βέβαια η διδακτική ικανότητά του, η ασκημένη όμως με το πνεύμα της δικής του ερμηνευτικής μεθόδου. Ωστόσο, πρέπει να ήταν και κάτι περισσότερο από αυτά: αφ’ ενός ο συνδυασμός του εύφορου προφορικού λόγου και των συχνών παραδειγμάτων όπου στηριζόταν, και, αφ’ ετέρου, το ότι είχε από νωρίς αντιληφθεί ότι η περίφημη γέφυρα μεταξύ ομιλητή και ακροατή (που όλοι επιδιώκαμε το χτίσιμό της), βασιζόταν εντελώς μεν στην μελετημένη προετοιμασία για την προσέγγιση ενός θέματος, αλλά με την προϋπόθεση (που τηρούσε πάντα ο Παρίσης) να μη χρησιμοποιεί στη διαδικασία της προσέγγισης ανοίκεια υλικά.
Δεν επέτρεπε στον εαυτό του να γυρεύει δύσβατες έννοιες, ακατανόητους και σκοτεινούς όρους, αναφορές σε πανεπιστημιακές θεωρίες του συρμού που περισσότερο νοιάζονταν να επιδεικνύουν το βεστιάριο της παντογνωσίας και λιγότερο την αντοχή του. Αν λοιπόν ενεργοποιούσε στις δημόσιες ομιλίες που έκανε μια μέθοδο δική του, αυτή θα μπορούσα να την ορίσω ως μέθοδο της μέσης οδού. Δεν τον καθοδηγούσε το ακροατήριο που κάθε φορά είχε μπροστά του -η υποτιθέμενη «υψηλή» ή όχι ποιότητά του- αλλά, αντίθετα, ανέπτυσσε τα θέματά του με τέτοιο τρόπο ώστε για άλλους να είναι απλώς μια ανακεφαλαίωση χρήσιμη, ενώ για άλλους μια προσβάσιμη μαθητεία. Ή, όπως το δηλώνει ο ίδιος το 1991,[1] προβάλλοντας κατά τη δική του αντίληψη το διφυές του φιλολόγου : «Πλησιάζω την ποίηση και ως γεγονός ιδιωτικής απόλαυσης, αλλά και ως συναρπαστική πράξη διδασκαλίας». Μα ανεξάρτητα από το κατά πόσο αυτό το διφυές μπορούσε να συγκλίνει και να συνενωθεί και δεν ήταν σχήμα λόγου, αυτόν τον συνδυασμό που κατέτεινε μέσω της μαστορεμένης με τα χρόνια, εύπλαστης τελικά ομιλίας προς τη διδακτική προσέγγιση, ενσωματώνοντας μεταξύ άλλων (τουλάχιστον στην περίπτωση του ακαταπόνητου Σκιαθίτη φιλολόγου) την υποκριτική τέχνη και μαζί την τέχνη μετάδοσης των γνωσιακών θησαυρισμάτων του, υπήρξαν και άλλοι που σχολίασαν την εφαρμοζόμενη από τον Παρίση σπουδαιότητά του. Όπως, λόγου χάριν, το έκανε με έμφαση σ’ ένα σχεδόν άγνωστο άρθρο του 2008 ο Χρίστος Τσολάκης,[2] συνομήλικος και από πολλών ετών φίλα προσκείμενός του:
Στο βάθος των έργων του Παρίση ανιχνεύεις τον καλλιτέχνη-δάσκαλο, και ο καλλιτέχνης- δάσκαλος μπορεί να […] αγνοεί τα μεθοδολογικά, όχι όμως και τη μεθοδική συνείδηση. Γι’ αυτό ισχύουν «οι νόμοι της τέχνης, της δημιουργίας, της φυσικότητας, της εσωτερικής διάθεσης». Αυτοί είναι που ανοίγουν τον δρόμο τον οποίο ο Παρίσης πορεύεται χωρίς ταλαντεύσεις.
Από τον Καβάφη στον Σεφέρη
Το θέμα του εκείνο το απόγευμα του Μαΐου αναπτυσσόταν γύρω από το ερώτημα της πρωτοτυπίας του Καβάφη. Γιατί ο Καβάφης, εν τέλει, είναι μείζων ποιητής, και μάλιστα μείζων σε τέτοιο σημείο ώστε να ξεπερνά τα όρια και τα εμπόδια της ελληνικής γλώσσας όταν αυτή προσεγγίζει μέσω του ποιητικού λόγου αναγνώστες άλλων χωρών, άλλων γλωσσών και νοοτροπιών. Αλλά, επίσης, μείζων και εδωδίμως, σε σχέση δηλαδή με τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα. Γιατί ενώ το ενδιαφέρον του ξένου κοινού κράτησε σχετικά λίγο για τους περισσότερους από τους ποιητές μας της θεωρούμενης πρώτης σειράς (τον Παλαμά, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο), παρέμεινε σταθερό και για την ακρίβεια διαρκώς αυξανόμενο στην περίπτωση του Καβάφη. Μολονότι, εκείνος διαμόρφωσε την ποιητική και τη φωνή του αντλώντας όχι τόσο από τα ελλαδικά όσο από τα εν ευρεία εννοία ελληνικά εδάφη, πολύ γρήγορα, μετρώντας ιδίως από τα τέλη του Β’ Παγκόσμιου πόλεμου, και ενώ για ένα μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα η καβαφική ποίηση βρισκόταν στο καθαρτήριο της παλαμικής παράδοσης, άρχισε ο Αλεξανδρινός να ξεχωρίζει με την ευστάθεια ενός νέου κλασικού, διάκριση η οποία αναμφίβολα στερεώθηκε και επικράτησε στα ελληνικά γράμματα με τη συνδρομή της ευρείας αποδοχής του στις ξένες γραμματείες. Με αποτέλεσμα να θεωρείται σήμερα η ποίησή του μέρος ενός άτυπου αλλά με διεθνή απήχηση λογοτεχνικού κανόνα, αφού είναι πλέον αποδεκτή και αγαπητή σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς αναγνώστες και αναγνώστριες, των οποίων η εκτίμηση και η προτίμηση δεν εξαρτάται από την αλληγορική ή τη συμβολική αναπαράσταση του ομοερωτικού πάθους - όπως εύκολα θα συμπέραινε μια στενόκαρδη και επιμεριστική προσέγγισή του, εστιασμένη μονότροπα στα λεγόμενα ερωτικά του ποιήματα. Κι αυτό διότι η εκτίμηση και η προτίμηση των αναγνωστών του απαιτούν κάτι περισσότερο: τη ζήτηση της βαθύτερης ομορφιάς, του διαχρονικού δράματος της ύπαρξης, μ’ έναν λόγο ανοιχτό και ταυτόχρονα στοχαστικό.
Ο Παρίσης ξεκίνησε λοιπόν από το διπλό ερώτημα για την πρωτοτυπία και τη γενική αποδοχή της καβαφικής ποίησης, καθώς ήταν και είναι ένα θέμα που είχε ήδη γίνει από ετών κεντρικό στις εν γένει γραμματολογικές σπουδές, ελλαδικές και ξένες, της λογοτεχνικής και της πανεπιστημιακής κριτικής. Ας σημειωθεί ότι και ο ίδιος το είχε επεξεργαστεί στα δημοσιεύματά του, δείχνοντας εν πολλοίς την ιδιαίτερη προτίμησή του όχι τόσο στο να αναμασά τα ήδη ειπωμένα για τις θεματικές διαφορές στην καβαφική ποιητική όσο στο να ξεδιπλώνει με απλά λόγια τις σκηνοθεσίες της δραματουργίας του Αλεξανδρινού. Πράγμα που το βλέπουμε και στα σύντομα βιβλιοκριτικά του άρθρα, όπως το σχετικά πρώιμο για τις μελέτες του Δ. Δασκαλόπουλου, Κ. Π. Καβάφης-Σχέδια στο περιθώριο (1988), που αργότερα το ενσωμάτωσε στην κομψή έκδοση του Μελέτες-Αναγνώσεις. Ποίηση-Πεζογραφία, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε.[3] Κυρίως όμως το βλέπουμε στην κατοπινή συναγωγή σχολίων του για τον Καβάφη, που εκδόθηκε το 2003 και που αξίζει να σημειωθεί - γι’ αυτήν ειδικά - ότι ο συγγραφέας της δεν είχε ως πλαίσιό του όταν την έγραφε τις εύλογες αυτοδεσμεύσεις του δασκάλου, οι οποίες σε άλλες περιπτώσεις τον προσανατόλιζαν σχεδόν υποχρεωτικά προς την ειδική, εργαλειακή/διδακτική ανάλυση της λογοτεχνίας των αναγνωστικών για το γυμνάσιο και το λύκειο. Για να δώσω ένα παράδειγμα αυτής της διαφοράς, όπου στο ένα άκρο της ήταν η δέσμευση του δασκάλου να προσαρμόσει το ενδιαφέρον του στη διδασκόμενη ύλη, ενώ στο άλλο είναι η παράκαμψη των διδακτικών δεσμεύσεων, πηγαίνω προσώρας σ΄ έναν άλλο από τους ποιητές του πανθέου του Παρίση, τον Σεφέρη, αν και η γνώμη που έχω σχηματίσει από τα διάσπαρτα σχόλιά του κατά τις τελευταίες δεκαετίες της κριτικής του ενασχόλησης, είναι ότι αυτός ο τελευταίος, ο Σεφέρης, δεν είχε ισοϋψή θέση με αυτήν του Καβάφη στο φιλολογικό του εικονοστάσι.
Ο ανοιχτός και κλειστός σεφερικός λόγος
Όταν το 2008 αποφάσισε να συγκεντρώσει τις κριτικές προσεγγίσεις του στον Σεφέρη, διάλεξε ως υπότιτλο του σχετικού βιβλίου του, Ο ποιητής και το ποιητικό έργο του. Μια αναλυτική αναφορά στον σχολικό Σεφέρη. Περιορίστηκε με άλλα λόγια ως προς την υποδοχή και την ανάγνωση της σεφερικής ποίησης στα σχολικά/εκπαιδευτικά της πλαίσια, στις σελίδες των αναγνωστικών και των άλλων βιβλίων του γυμνασίου και του λυκείου όπου και γινόταν ευρεία αναφορά στον ποιητή της Κίχλης. Το γεγονός αυτό νομίζω ότι δεν είναι καθόλου άσχετο με την εν γένει στάση του Παρίση απέναντι στη σεφερική ποίηση, μια στάση που νομίζω ότι δεν είναι ενιαία και μονότροπη, αλλά κυμαινόμενη. Θεωρώντας ότι σε ορισμένα κριτικά του νιώθει ελεύθερος από τις διδακτικές αυτοδεσμεύσεις του και καταθέτει πιο ανοιχτά τη γνώμη του - και αυτό σίγουρα δεν γίνεται στα όσα έγραψε προς σχολική χρήση - επιλέγω δυο από τα μελετήματά του για τον Σεφέρη, στα οποία και πιστεύω ότι ανιχνεύονται (με άκρα προσοχή βέβαια και εμμέσως) η άρνηση και η κατάφασή του. Και τα δυο βρίσκονται στη συναγωγή κριτικών κειμένων του Μελέτες- Αναγνώσεις. Ποίηση-Πεζογραφία, και δημοσιεύονται το ένα μετά το άλλο: το πρώτο σσ. 31-40, «Ο ‘μαγκωμένος΄ λόγος. Το ρητό και το άρρητο στην ποίηση του Γ. Σεφέρη» και το δεύτερο σσ. 41-48, «Η Κύπρος του Σεφέρη». Στο πρώτο, αφού ομολογεί ότι δεν ανήκει «στους κατ’ εξοχήν ερευνητές-μελετητές της σεφερικής ποίησης […] με την έννοια ότι τουλάχιστον μέχρι σήμερα δεν έχ[ει] παρουσιάσει κάποιο συνθετικό έργο για τον ποιητή», παίρνει αφορμή από το ποίημα «Τελευταία μέρα» που ανήκει στο Ημερολόγιο καταστρώματος Α’ (1940) και επιχειρεί να δείξει ότι η σεφερική γραφή, τουλάχιστον ως ένα χρονικό σημείο, το οποίο εκείνος το τοποθετεί χρονικά (όπως και πολλοί άλλοι φιλόλογοι και κριτικοί, πάντως) στο διάστημα που ο ποιητής υπηρετούσε ως διπλωμάτης στη Βηρυττό, μεταξύ του «φωνήεντος λόγου και της άφωνα ομιλούσας σιωπής του λόγου»,[4] τείνει προς τη δεύτερη. Πράγμα που σημαίνει, όπως αναφέρει στο ίδιο σημείο του μελετήματός του, ότι τουλάχιστον ως προς το ποίημα της «Τελευταίας μέρας»,
Η ποίηση του Σεφέρη είναι ένας λόγος αυτοσυστελλόμενος. Εκκινεί και ταυτόχρονα συστέλλεται. Πάει να αναπτυχθεί και την ίδια στιγμή αναδιπλώνεται. Θέλει να αναλυθεί σ΄ ένα λυγμό, ας πούμε στο λυγμό της Ρωμιοσύνης, και ταυτόχρονα συσπειρώνεται. Συμμαζεύει το φραστικό του άνοιγμα, πυκνώνει, γίνεται μια έλλειψη, κάπου σβήνει ως λόγος, μεταπίπτει σε σιωπή.[5]
Ουσιαστικά, στο δοκίμιό του αυτό για τη σημασία και τη λειτουργία του «μαγκωμένου» και αυτοσυστελλόμενου λόγου στη σεφερική ποίηση, ο Παρίσης αναπτύσσει πιο διεξοδικά, πιο αναλυτικά αλλά και με περισσότερη διαύγεια τις θέσεις του ζητήματος της σιωπής στην ποίηση όπως και της προποιητικής εμπειρίας, με τον ομολογουμένως ρηξικέλευθο τρόπο που τις έθεσε μιλώντας για το δηλωμένο και το άδηλο στην ίδια ποίηση ο Δημήτρης Μαρωνίτης.[6] Εν συντόμω παρόδω, νομίζω ότι πρέπει να πούμε πως ο Μαρωνίτης υπήρξε ο μείζων και πολλαπλώς αναγνωρισμένος από τον ίδιο τον Παρίση οδηγός του σ’ αυτή την κατηγορία κειμένων, όπου η φιλολογία συνδέεται γόνιμα με την ελεύθερη κριτική προσέγγιση. Συνεχίζοντας λοιπόν την περιδιάβασή του στη σεφερική ποίηση, ακολουθώντας τους οδοδείκτες του Μαρωνίτη,[7] εστιάζεται ειδικότερα στο ζήτημα της προ-ποιητικής εμπειρίας και της δραστικής παρέμβασης της σιωπής την ίδια εκείνη στιγμή της γέννησης του ποιήματος, ένα ζήτημα που ανιχνεύεται στο μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του Σεφέρη, εξαιρώντας τα ποιήματα που απηχούν την έκλαμψη του ζωτικού θαύματος, όπως αποκαλύφθηκε στον ποιητή όταν συνάντησε την Κύπρο και περιλαμβάνονται στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’ (1955):
Ένα πλούσιο μέρος, το σημαντικότερο, του προ-ποιητικού υλικού και της προ-ποιητικής εμπειρίας έχει ήδη χαθεί. Το προ-ποιητικό υλικό είναι αυτό που στάθηκε η αφόρμηση, ο γόνιμος ερεθισμός και η αρχική μήτρα για τη γένεση και τη γέννηση του ποιητικού λόγου. Όλο αυτό το υλικό σχεδόν αποσιωπήθηκε. Τώρα ανιχνεύεται με δυσκολία μέσα στο ποίημα περισσότερο ως απουσία και λιγότερο ως σκιώδης έστω παρουσία. Μοιάζει σχεδόν να «κοιμάται», κλεισμένο πιο πολύ στις σιωπές παρά στο δραστικό και «μιλημένο» λόγο του ποιήματος.[8]
Καιρός όμως να επιστρέψω από τον Σεφέρη στον Καβάφη, καθώς εκεί, στην ποίηση του Αλεξανδρινού, ο Νικήτας Παρίσης θέλησε να δείξει αντισταθμιστικά ό,τι εκείνος θεωρούσε «δραστικό λόγο του ποιήματος».
Ο Αλέξανδρος Σ. Ζήρας είναι κριτικός - γραμματολόγος.
[1] Νικήτας Παρίσης, Μελέτες-Αναγνώσεις. Ποίηση-Πεζογραφία. Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1992, σ.33.
[2] Χρίστος Τσολάκης, «Νικήτας Παρίσης, ο δάσκαλος», Πανδώρα, τχ. 23, Νοεμ. 2008-Μάιος 2009, σσ.10-16.
[3] «Χωρίς υπεροψία και μέθη», Δημήτρης Δασκαλόπουλος: Κ.Π. Καβάφης-Σχέδια στο περιθώριο, εφ. Το Βήμα, 7 Μαΐου 1988.
[4] Μελέτες-Αναγνώσεις, ό.π., σ. 34.
[5] Μελέτες-Αναγνώσεις, ό.π., σ. 34.
[6] Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Μελέτες και Μαθήματα. Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1984, σσ. 114-129. Επίσης, για το θέμα της προποιητικής εμπειρίας, θέμα που έγινε βασικό στο κριτικό οπλοστάσιο του Παρίση, φαίνεται ότι ενεργότατο ρόλο έπαιξε στη διαμόρφωση των σχετικών απόψεών του ένα σεμινάριο φιλολόγων του 1989, όπου μίλησε ο Μαρωνίτης.
[7] Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Μελέτες και Μαθήματα, ό.π., σσ. 117-118.
[8] Μελέτες-Αναγνώσεις, ό.π., σ. 37.