Η συνήθεια να διαβάζει κανείς ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα, λογοτεχνήματα δηλ., είναι χωρίς αμφιβολία πολύ σημαντικό στοιχείο στη ζωή μας. Πού όμως και πώς αποχτιέται μια τόσο σημαντική για τη ζωή μας συνήθεια;
Άλλο είναι το 1982 και άλλο το 2017. Τα χωρίζουν τα 35 χρόνια που παρεμβάλλονται.
Αν (λέω αν) πράγματι μπαίνουμε σε τροχιά εξόδου (έστω μακροπρόθεσμης) από την κρίση, αν πράγματι αρχίζει να φαίνεται κάποιο φως (έστω αμυδρό) στην άκρη του τούνελ, θα πρέπει αφού πρώτα μαζέψουμε τα κομμάτια μας και ανασυνταχτούμε, να δείξουμε πως όλη αυτή η περιπέτεια, που διαρκεί συνεχώς επιδεινούμενη οχτώ χρόνια τώρα και που έχει βυθίσει την Ελλάδα στην έσχατη ταπείνωση και τους Έλληνες στην έσχατη εξαθλίωση, κάτι άφησε πίσω της, κάτι θετικό για την περαιτέρω πορεία της χώρας, κάτι σαν ιστορικό μάθημα για τους νεότερους και για τους επιγιγνομένους.
Πέρασε ένας περίπου χρόνος από την έντονη δημόσια αντιπαράθεση που προέκυψε από τα κείμενα που αμφισβητούσαν τη δεδομένη θέση των αρχαίων ελληνικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και επανέφεραν το θέμα της διδασκαλίας της αρχαιοελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο.
Όλοι μας παίρνουμε καθημερινά αποφάσεις, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σοβαρό πρόβλημα ή μια διλημματική κατάσταση, που πρέπει να επιλύσουμε.
Ενα νέο δόγμα που δυναστεύει πλέον τη ζωή μας είναι το δόγμα του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού για τα κράτη και για τα άτομα. Εκόντες άκοντες είμαστε υποχρεωμένοι να παρακολουθούμε την τεχνολογική εξέλιξη και να προσαρμοζόμαστε στα κελεύσματά της και στα εκάστοτε νέα επιτεύγματά της.