Το κείμενο που ακολουθεί δε φιλοδοξεί να προτείνει κάτι που δεν είναι ήδη γνωστό στους ερευνητές και τους εκπαιδευτικούς που έχουν ασχοληθεί με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων.
Η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του Νέου Προγράμματος Σπουδών Ιστορίας για την υποχρεωτική εκπαίδευση (Δημοτικό - Γυμνάσιο), με την παρέλευση ακριβώς ενός έτους από την κατάθεση της πρότασής της, αισθάνεται την ανάγκη να παρουσιάσει τη θέση της και το σκεπτικό δόμησης του Π.Σ.
Είναι γνωστό το διοικητικό και παιδαγωγικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διδασκαλία της Ιστορίας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Χρόνια τώρα είναι κυρίαρχη η παρουσία γραφειοκρατικών μηχανισμών που υιοθετούν μια στάση είτε διαχειριστικής παρεμπόδισης αλλαγών είτε φοβικής αδράνειας απέναντι σε κάθε αλλαγή στη σχολική ιστορία.
Όλο και πληθαίνουν τα δεδομένα που μαρτυρούν σοβαρό έλλειμμα παιδείας. Ένα έλλειμμα που γίνεται ακόμη πιο σοβαρό, ίσως και επικίνδυνο, σε περιόδους κρίσης σαν αυτή που ζούμε, όχι μόνο οικονομικής αλλά και κοινωνικής και πολιτικής, κατά την οποία εύκολα ευδοκιμούν ακραίες συναισθηματικές θέσεις και απρόσκοπτα κυριαρχούν πάσης φύσεως ιδεολογήματα και ποικιλώνυμες ξενοφοβικές ρατσιστικές και εθνικιστικές τάσεις.
Οι επιχειρούμενες αλλαγές στα ΑΠΣ αναζωπύρωσαν συζητήσεις γύρω από θέματα διδασκαλίας κυρίως των φιλολογικών μαθημάτων. Πιο εκτεταμένες ήταν αυτές που σχετίζονται με τη διδασκαλία της Λογοτεχνίας στην Α' λυκείου και των Αρχαίων Ελληνικών στην ίδια τάξη.
Πριν λίγο καιρό, τα τηλεοπτικά κανάλια που με φιλοξένησαν, με παρουσίασαν σαν τον πολύ καλό Διευθυντή Λυκείου και ως το "δάσκαλο που όλοι θα ήθελαν να είχαν".
Στη συνέντευξη των υποψηφίων Σχολικών Συμβούλων Δ.Ε., των οποίων η διαδικασία επιλογής άρχισε στις 17/10/'11 και ολοκληρώθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου, η επιτροπή κρίσης και αξιολόγησης είχε στη διάθεσή της μια τράπεζα ερωτήσεων που, με εξαίρεση τις απαντήσεις, ήταν γνωστή ήδη στους υποψηφίους.
Μετά τις εκλογές του 2009 είχα επισημάνει με σχόλιό μου στη ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ, 132, σελ. 11-12, ότι οι τηλεοπτικές συζητήσεις χαρακτηρίζονται από την ακατάσχετη πολιτική 'λογοδιάρροια' όχι μόνο των αρχηγών των κομμάτων, αλλά και των υποψήφιων βουλευτών και κομματικών στελεχών.