Η συνήθεια να διαβάζει κανείς ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα, λογοτεχνήματα δηλ., είναι χωρίς αμφιβολία πολύ σημαντικό στοιχείο στη ζωή μας. Πού όμως και πώς αποχτιέται μια τόσο σημαντική για τη ζωή μας συνήθεια;
Άλλο είναι το 1982 και άλλο το 2017. Τα χωρίζουν τα 35 χρόνια που παρεμβάλλονται.
Αν (λέω αν) πράγματι μπαίνουμε σε τροχιά εξόδου (έστω μακροπρόθεσμης) από την κρίση, αν πράγματι αρχίζει να φαίνεται κάποιο φως (έστω αμυδρό) στην άκρη του τούνελ, θα πρέπει αφού πρώτα μαζέψουμε τα κομμάτια μας και ανασυνταχτούμε, να δείξουμε πως όλη αυτή η περιπέτεια, που διαρκεί συνεχώς επιδεινούμενη οχτώ χρόνια τώρα και που έχει βυθίσει την Ελλάδα στην έσχατη ταπείνωση και τους Έλληνες στην έσχατη εξαθλίωση, κάτι άφησε πίσω της, κάτι θετικό για την περαιτέρω πορεία της χώρας, κάτι σαν ιστορικό μάθημα για τους νεότερους και για τους επιγιγνομένους.
Δυστυχώς, εξακολουθεί εν μέρει να ισχύει, αν δεν επιτείνεται κιόλας σπασμωδικά και κατά περιόδους από τη συνωμοσιολογία της εποχής, τον χυδαίο ιστορικό αναθεωρητισμό και τη μνησικακία που γεννά η κρίση, η πικρή αλλά τόσο εύστοχη διαπίστωση του Μαρκ Μαζάουερ ότι η Θεσσαλονίκη –εκτός από πόλη αγίων και ερώτων- είναι και μια «πόλη φαντασμάτων»