Με αφορμή το σχέδιο προγραμμάτων σπουδών για το μάθημα της Ιστορίας στην υποχρεωτική εκπαίδευση, που εκπονήθηκε πρόσφατα από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και έγινε αντικείμενο αμφιλεγόμενων κριτικών, διατυπώθηκαν, παράλληλα, σκέψεις, ενίοτε υπερβολικές, ως μη έδει, για τη θέση του μαθήματος της Ιστορίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Μέχρι το 1976 η ελληνική κοινωνία από κοινωνιογλωσσική άποψη είχε όλα τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής γλωσσικής διμορφίας(diglossia).
Η Ελλάδα δεν είναι από τα ιδρυτικά κράτη, είναι όμως από τα παλαιότερα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και το βασικό επιχείρημα για την ένταξή της, για την οποία υπήρχαν αντιρρήσεις, ήταν «ο εξέχων ρόλος της Ελλάδος στη διαμόρφωση του ιστορικού δημοκρατικού γίγνεσθαι, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την πληθώρα των ελληνικών όρων στην έκφραση της σύγχρονης πολιτικής σκέψης» (βλ. Βαλερί Ζισκάρ ντ Εστέν, EUROPA, Εκδ. Παπαζήση, 2015, σελ.28).
Υπάρχουν κάποιοι γνωστοί άγνωστοι, όπως συνήθως τους αποκαλούν, άλλως αναρχικοί ή αντιεξουσιαστές και κοινώς μπαχαλάκηδες, που κάθε τόσο, με έδρα τα Εξάρχεια ή το Πολυτεχνείο και άλλα πανεπιστημιακά άβατα, αναστατώνουν την Αθήνα με επιθέσεις και καταστροφές, συγκρούονται με αστυνομικούς, σαν χουλιγκάνοι αντίπαλων ομάδων ή σαν παιδιά που παίζουν πετροπόλεμο, χωρίς το κράτος να αντιδρά ενεργώντας ως εξουσία, για άγνωστους λόγους.
Η συνήθεια να διαβάζει κανείς ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα, λογοτεχνήματα δηλ., είναι χωρίς αμφιβολία πολύ σημαντικό στοιχείο στη ζωή μας. Πού όμως και πώς αποχτιέται μια τόσο σημαντική για τη ζωή μας συνήθεια;
Άλλο είναι το 1982 και άλλο το 2017. Τα χωρίζουν τα 35 χρόνια που παρεμβάλλονται.
Αν (λέω αν) πράγματι μπαίνουμε σε τροχιά εξόδου (έστω μακροπρόθεσμης) από την κρίση, αν πράγματι αρχίζει να φαίνεται κάποιο φως (έστω αμυδρό) στην άκρη του τούνελ, θα πρέπει αφού πρώτα μαζέψουμε τα κομμάτια μας και ανασυνταχτούμε, να δείξουμε πως όλη αυτή η περιπέτεια, που διαρκεί συνεχώς επιδεινούμενη οχτώ χρόνια τώρα και που έχει βυθίσει την Ελλάδα στην έσχατη ταπείνωση και τους Έλληνες στην έσχατη εξαθλίωση, κάτι άφησε πίσω της, κάτι θετικό για την περαιτέρω πορεία της χώρας, κάτι σαν ιστορικό μάθημα για τους νεότερους και για τους επιγιγνομένους.
Δυστυχώς, εξακολουθεί εν μέρει να ισχύει, αν δεν επιτείνεται κιόλας σπασμωδικά και κατά περιόδους από τη συνωμοσιολογία της εποχής, τον χυδαίο ιστορικό αναθεωρητισμό και τη μνησικακία που γεννά η κρίση, η πικρή αλλά τόσο εύστοχη διαπίστωση του Μαρκ Μαζάουερ ότι η Θεσσαλονίκη –εκτός από πόλη αγίων και ερώτων- είναι και μια «πόλη φαντασμάτων»