Δεν είναι λίγοι οι εκπαιδευτικοί στις μέρες μας που προσπαθούν παρά τις αντίξοες από πολλές απόψεις συνθήκες να λειτουργήσουν παιδευτικά.
Τον τελευταίο καιρό γινόμαστε μάρτυρες ενός φαινομένου που πιστεύαμε πως είχε εδώ και δεκαετίες ξεπεραστεί. Εκτός και εάν πρόκειται απλώς για προσομοίωση μιας παρωχημένης λογοκριτικής πρακτικής. Μόνο και μόνο για να αισθανθούν οι εκπαιδευτικοί τι σήμαινε να τους παρακολουθούν.
Η μορφή και το περιεχόμενο της φετινής εξέτασης στο μάθημα της Νεοελληνικής γλώσσας θα αποδειχθούν ιδιαίτερα επώδυνα σε ιδεολογικό και βαθμολογικό επίπεδο για τους μαθητές ,τους βαθμολογητές αλλά και για τη γλωσσική διδασκαλία στο σχολείο.
Όλοι θυμόμαστε γιατί το Υπουργείο Παιδείας έσπευσε στο τέλος ουσιαστικά της σχολικής χρονιάς να μειώσει σε 40 από 50 τις μονάδες στην παραγωγή λόγου ('Eκθεση)· για να καταστεί η βαθμολόγηση πιο αντικειμενική και μετρήσιμη.
Η πρόταση για έναρξη διαλόγου με θέμα τον τρόπο μετάβασης από το Λύκειο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποσκοπούσε στην εκτόνωση του φορτισμένου κλίματος περί τα εκπαιδευτικά θέματα.
Μια από τις 'καλές' συνήθειες των περισσότερων γραμματιζούμενων, που ασχολούνται με την εκπαίδευση, είναι να ψάχνουν να βρουν κάτι 'στραβό', πραγματικό ή όχι, στα βιβλία που χρησιμοποιούν οι μαθητές κι ύστερα να καταδικάζουν το σύνολο των βιβλίων.
Εδώ και πολύ καιρό, παρατηρείται, εν ονόματι του εκσυγχρονισμού της μεταμοντέρνας εποχής μας, μια γενικότερη απαξίωση της ελληνικής γλώσσας προς όφελος της αγγλικής, η χρήση της οποίας τείνει να προσλάβει τρομακτικές και ανησυχητικές διαστάσεις σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας.
Η πρόσφατη ανακοίνωση του ΥΠΕΠΘ για μείωση της βαθμολόγησης της παραγωγής γραπτού λόγου στις Πανελλήνιες εξετάσεις (από τις 50 στις 40 μονάδες) λειτουργεί πρώτα-πρώτα αποπροσανατολιστικά στην διεξαγωγή ενός σοβαρού, επιστημονικά τεκμηριωμένου δημόσιου διαλόγου για τον φορμαλιστικό τρόπο διδασκαλίας και αξιολόγησης της Νεοελληνικής γλώσσας κυρίως στις Πανελλήνιες εξετάσεις ,παράγοντας που επηρεάζει τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος στο Λύκειο.